Ανάμεσα στις περιγραφές, υπάρχει και μια που αφορά έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο. Στα ορθόδοξα ευαγγέλια δεν αναφέρεται κάπου το όνομά του. Στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικόδημου, μόνο, υπάρχει μια αναφορά σε εκείνον με το όνομα «Λογγίνος». Ένα όνομα που προφανώς δεν ήταν το πραγματικό του και το οποίο προέρχεται από τη λατινική εκδοχή της λέξης «λόγχη».
Οι τελευταίες μαρτυρικές στιγμές του Ιησού επάνω στο σταυρό, πριν παραδώσει το πνεύμα Του στα χέρια του Θεού, περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια. Το τι έλεγε ο Χριστός, πώς αντιδρούσαν οι συγγενείς και οι μαθητές που παρακολουθούσαν το φρικτό μαρτύριο, το τι ακολούθησε μόλις ο Ναζωραίος άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο Νικόδημος, προφανώς και δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη λέξη τυχαία. Ο Ρωμαίος Εκατόνταρχος έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Όχι μόνο την ώρα των βασανιστηρίων, της σταύρωσης και μετέπειτα της Ανάστασης αλλά και αργότερα στη διάδοση του Χριστιανισμού.
Τα βασανιστήρια του Ιησού και η Σταύρωση
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Μετά την οριστική καταδίκη του Ιησού από τον Πόντιο Πιλάτο, ο Χριστός παραδόθηκε σε ένα απόσπασμα Ρωμαίων στρατιωτών προκειμένου να οδηγηθεί στο Γολγοθά. Επικεφαλής αυτού του αποσπάσματος ήταν ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος ο οποίος, σύμφωνα με κάποιες αναφορές, ήταν παρών και στα βασανιστήρια του Θεανθρώπου.
Ο Ρωμαίος αυτός εκατόνταρχος είχε ένα πρόβλημα όρασης, το οποίο, ωστόσο, δεν τον εμπόδιζε από το να εκτελεί με συνέπεια τα καθήκοντά του. Ήταν ο άνθρωπος που όχι απλά έζησε όλο το κομμάτι γύρω από τη δίκη και την καταδίκη του Ιησού αλλά συμμετείχε ενεργά στα Θεία Πάθη.
Πέρα απ’ όλα τα άλλα ο εκατόνταρχος επιφορτίστηκε και με την πλήρη ευθύνη της μεταφοράς του Ιησού από τον τόπο που δικάστηκε στο Γολγοθά. Με αυτόν μπροστά οι στρατιώτες οδήγησαν τον Χριστό στον μαρτυρικό λόφο. Εκεί ο εκατόνταρχος και οι άνδρες του ήταν επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης όταν η όλη διαδικασία θα βρισκόταν σε εξέλιξη.
Όταν πλέον ο Ιησούς ξεψύχησε πάνω στο σταυρό, όπως αναφέρουν και τα Ευαγγέλια, ο Ρωμαίος εκατόνταρχος πήρε την λόγχη του και με αυτή τρύπησε το πλευρό του Χριστού. Από εκεί έτρεξε αίμα και νερό. Αρκετές σταγόνες έπεσαν πάνω του. Σύμφωνα με την Χριστιανική παράδοση τότε ο εκατόνταρχος θεραπεύτηκε από το πρόβλημα όρασης που αντιμετώπιζε.
Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με όλα τα άλλα που είδε (τον σεισμό, το σκοτάδι που έπεσε απότομα κλπ) άρχισε να πιστεύει πως Εκείνος πάνω στο σταυρό δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος. Σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, μάλιστα, αναφώνησε: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού»!
Τα καθήκοντα, ωστόσο, του Ρωμαίου εκατόνταρχου δεν τελείωναν εκεί. Αυτός και οι άνδρες του επιφορτίστηκαν στη συνέχεια και με την τήρηση της τάξης κατά την ταφή του Ιησού και κυρίως την φύλαξη του τάφου στη συνέχεια προκειμένου «να μην κλέψουν τη σορό» οι μαθητές του Ναζωραίου.
Ήταν παρών τόσο στην ταφή όσο και στην σφράγιση του μνήματος. Ο εκατόνταρχος και οι άνδρες του έμειναν εκεί μέχρι την τρίτη ημέρα που «μέγας σεισμός άνοιξε τα μνήματα». Όντας μάρτυρες της Ανάστασης, σύμφωνα πάντα με τις γραφές, είπαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν δει με τα μάτια τους.
Εκείνοι, αφού συνεδρίασαν, αποφάσισαν να δωροδοκήσουν τον Ρωμαίο εκατόνταρχο και τους άνδρες του προκειμένου να πουν πως οι μαθητές του Ιησού ήταν αυτοί που μετακύλησαν την μεγάλη πέτρα, παραβίασαν τον τάφο και πήραν από μέσα το άψυχό σώμα του Χριστού προκειμένου να πουν μετά πως αναστήθηκε.
Απ’ όλο το απόσπασμα των Ρωμαίων, ωστόσο, ο εκατόνταρχός και δυο ακόμα λεγεωνάριοι αρνήθηκαν τα χρήματα, τονίζοντας πως ότι είχαν δει ήταν πέρα για πέρα αληθινό.
Μετά και από αυτό το περιστατικό ο «Λογγίνος», μαζί με τους δυο στρατιώτες, εγκατέλειψαν το στρατό και έφυγαν. Ο πρώην, πλέον, εκατόνταρχος, επέστρεψε στην πατρίδα του, την Καππαδοκία και εκεί όπως έκαναν οι Απόστολοι, άρχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο.
Η λιποταξία του «Λογγίνου» έγινε γνωστή στον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος, έσπευσε να ενημερώσει για ότι είχε συμβεί τον αυτοκράτορα της Ρώμης, Τιβέριο. Εκείνος, οργισμένος, ζήτησε να εντοπιστεί άμεσα και να θανατωθεί επί τόπου.
Για τον λόγο αυτό, ένα μικρό απόσπασμα από Ρωμαίους στρατιώτες που δεν ήξεραν τον «Λογγίνο» άρχισαν να τον καταδιώκουν. Ένα βραδύ, αποκαμωμένοι αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν σε ένα σπίτι. Ο οικοδεσπότης τους υποδέχθηκε και τους ζήτησε να κάτσουν μαζί του να φάνε, να κοιμηθούν και το πρωί να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Την ώρα του φαγητού οι στρατιώτες αποκάλυψαν στον οικοδεσπότη πως ψάχνουν ένα Ρωμαίο εκατόνταρχο που λιποτάκτησε. Ο οικοδεσπότης τους ζήτησε να συνεχίσουν κανονικά το πρόγραμμά τους και το πρωί θα τους οδηγούσε ο ίδιος σε εκείνον.
Πράγματι, το πρωί ο οικοδεσπότης είπε στους στρατιώτες πως θα τηρήσει την υπόσχεσή του. Απλά δεν θα χρειαζόταν να πάνε μακριά διότι ο εκατόνταρχος που λιποτάκτησε για να ασπαστεί τον Χριστιανισμό ήταν… αυτός!
Οι στρατιώτες αποσβολωμένοι τον άκουσαν να τους λέει πως είναι έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του. Συγκινημένοι αλλά χωρίς να μπορούν να παρακούσουν τις εντολές που είχαν, σκότωσαν τον «Λογγίνο» και τους δυο συντρόφους του και στη συνέχεια τους έκοψαν τα κεφάλια προκειμένου να τα πάνε στον Πόντιο Πιλάτο.
Όταν το απόσπασμα επέστρεψε στον Πόντιο Πιλάτο εκείνος εκνευρισμένος, σύμφωνα πάντα με την χριστιανική παράδοση, πέταξε τα κεφάλια του «Λογγίνου» και των συντρόφων του, έξω από το παράθυρο.
Αυτά τελικά κατέληξαν σε μια χωματερή. Μια τυφλή γυναίκα που είχε μάθει την ιστορία ζήτησε να μάθει που είχαν πεταχτεί τα κεφάλια προκειμένου να τα καθαρίσει και να τα θάψει όπως τους άξιζε. Σύμφωνα πάντα με την χριστιανική παράδοση, όταν τα βρήκε και ακούμπησε το κρανίο του «Λογγίνου», βρήκε ξανά το φως της.
Η προσφορά του πρώην Ρωμαίου εκατόνταρχου στον χριστιανισμό αναγνωρίστηκε τόσο από την ορθόδοξη όσο και από την καθολική εκκλησία και ήταν από τους πρώτους που αγιοποιήθηκε. Η ορθόδοξη εκκλησία εορτάζει τον Άγιο Λογγίνο τον Εκατόνταρχο στις 16 Οκτωβρίου κάθε έτους.
Σύμφωνα, πάντως, με το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου η τύχη του «Λογγίνου» πριν την αγιοποίηση ήταν διαφορετική. Ο πρώην εκατόνταρχος, τιμωρήθηκε για το γεγονός ότι τρύπησε με τη λόγχη του το κορμί του Χριστού και φυλακίστηκε σε μια σπηλιά, όπου ένα λιοντάρι κατασπάραζε το κορμί του κάθε βράδυ και κάθε μέρα γιατρευόταν, για να επαναληφθεί το μαρτύριο για μεγάλο χρονικό διάστημα.