Για την απόφασή της να φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδί της, καρπό του έρωτά της με τον Γρηγόρη Πετράκο στο σπίτι μίλησε σε πρόσφατη συνέντευξή της η Θεοφανία Παπαθωμά.
«Στις δύο τα ξημερώματα του Σαββάτου άρχισαν οι ωδίνες. Κάθε δέκα λεπτά, ένας πόνος στη μέση χαμηλά, αυτό που ξέρεις ότι όσο πάει δυναμώνει μέχρι την εξώθηση. Με βρήκαν απροετοίμαστη. Είχα επιλέξει το παιδικό δωμάτιο για να γεννήσω, αλλά δεν το είχα ετοιμάσει ακόμα. Ξημερώματα, λοιπόν, άρχισα να το σφουγγαρίζω και να το τακτοποιώ. Το θύμιασα με λιβάνι, το αρωμάτισα με αιθέρια έλαια τριαντάφυλλου, το ψέκασα με αγιασμό, του ‘βαλα να ακούει Μπαχ να εξαγνιστεί ενεργειακά και όταν ήρθε η ευλογημένη ώρα απλώς πήγα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και δεν ξανασηκώθηκα παρά μονάχα λίγες ώρες μετά τη γέννα. Μου το είχε πει η μαία: “το σώμα σου θα σου πει πού θα γεννήσεις”. Έτσι κι έγινε», δήλωσε στο περιοδικό Down Town, λίγες ημέρες αφότου κράτησε στην αγκαλιά της ένα υγιέστατο κοριτσάκι.
Αποκάλυψε ακόμα ότι ο σύντροφός της δεν ήταν παρών. «Ο Γρηγόρης είχε φύγει το ίδιο βράδυ στην Πάτρα για δουλειά. Του τηλεφώνησα τα ξημερώματα. Του είπα να μη γυρίσει ακόμα, να περιμένει μέχρι να βεβαιωθώ. Στις πέντε το πρωί οι ωδίνες συνέχιζαν σταθερά. Συμπέρανα ότι η ώρα πλησίαζε. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Εγώ κοιμήθηκα με την Αγάπη, που με πήρε αγκαλιά και δεν με άφησε όλο το βράδυ, ένιωθα τον πόνο στον ύπνο μου αλλά συνέχιζα να κοιμάμαι εξαντλημένη. Δεν ήξερε κανείς τα δόλια σχέδιά μου, ούτε η μαμά μου που ήταν στο σπίτι, δεν ήθελα να τρομάξουν», είπε.
Και συνέχισε: «Μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου δεν είχαμε καμία εξέλιξη. Μίλησα με τη μαία, μου πρότεινε να περπατήσω για να το ενεργοποιήσω. Της αντιπρότεινα κολύμπι, συμφώνησε. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι, κολύμπησα μία ώρα και όντος στον γυρισμό ο πόνος δυνάμωσε. Της ξανατηλεφώνησα, με ρώτησε αν ήθελα να έρθει ή αν προτιμούσα να ξεκουραστώ -προτιμούσα να ξεκουραστώ. Όταν έφτασε στο σπίτι, λίγο πριν τις οκτώ το βράδυ, τα σκυλιά γάβγιζαν, δεν μπορούσε να μπει μέσα. Η μαμά μου φοβόταν, δεν μπορούσε να της ανοίξει και στο σπίτι δεν ήταν κανείς άλλος. Εγώ σίγουρα δεν μπορούσα, βρισκόμουν στην τέλεια διαστολή και είχα αρχίσει την εξώθηση».
«Η μαμά μου, που μόλις τότε κατάλαβε ότι θα γεννήσω στο σπίτι, κάθισε σε μια καρέκλα και προσευχόταν. Με ρώτησε, αν βγει τι θα το κάνουμε. Της είπα ότι θα το κρατήσουμε και θα περιμένουμε, έτσι έλεγαν οι οδηγίες που διάβασα. Ευτυχώς, βρέθηκε ο Άγγελος, όνομα και πράμα, ο άντρας της αδερφής του Γρηγόρη που μένει δίπλα μας και άνοιξε την πόρτα. Η Ελευθερία και η βοηθός της μπήκαν στο σπίτι στις οκτώ και ένα, στις οκτώ και οκτώ γέννησα. Λίγο ακόμα και θα είχα γεννήσει μόνη μου!», είπε κλείνοντας.