Πέθανε ο εμβληματικόις Άλεν Ντελόν
Σε ηλικία 88 ετών

«Πρόσεξε τι θα σου πω, θέλω να μιλήσεις όπως μιλάς σ’ εμένα. Να κοιτάζεις και ν’ ακούς όπως κοιτάζεις και ακούς εμένα. Μην παίξεις. Ζήσε!»: Αυτές ακριβώς ήταν οι συμβουλές του Ιβ Αλεγκρέ πριν από τα γυρίσματα του «Quand une femme s’en mêle» στον 23χρονο Αλέν Ντελόν που, όπως παραδέχεται o ίδιος, του άλλαξαν τη ζωή και καθόρισαν την καριέρα του. Ο πρώην ναύτης στον πόλεμο της Ινδοκίνας μπορεί να μην είχε ιδέα για το τι θα του επιφύλασσε το μέλλον, αλλά ήταν ανέκαθεν οπλισμένος με υπερβολική αυτοπεποίθηση και ακόμη μεγαλύτερη ομορφιά: αδύνατος και μελαχρινός, με αγγελική αυθάδεια και ένα βλέμμα αναμονής και ανησυχίας, το πρόσωπο του Ντελόν έγινε μυθιστορηματική αναφορά, ένα παράδειγμα αρρενωπότητας που, οξύμωρο, αλλά αληθινό, μόνο γυναίκες συνάδελφοί του αναμετρήθηκαν μαζί του.

Μεγαλομανής και αισθηματίας, ένα παράδοξο κράμα νοσταλγού της παλιάς Γαλλίας, ειδικά του στρατηγού Ντε Γκολ (τον θαύμαζε απεριόριστα και απερίφραστα, και η περίοδος της μεγάλης ακμής του, από το 1958 μέχρι το 1969, συνέπεσε ακριβώς με τα χρόνια της προεδρίας του συντηρητικού σταθεροποιητή του γαλλικού πολιτεύματος), και σκληρού παίκτη με τις γυναίκες, τα παιδιά του, τη δουλειά, τη ζωή την ίδια. Τα απίθανα high και οι ηχηρές απογοητεύσεις δεν τον πτόησαν τόσο όσο οι απώλειες στην τρίτη ηλικία, οι φίλοι και συνάδελφοι που έφυγαν πριν από αυτόν. Η αίσθηση της ματαιότητας τον κατέλαβε στην ίδια φάση που το ακατόρθωτο κάλλος καθώς και το σφρίγος της νεότητας τον εγκατέλειψαν.

«Ναι, ανατρέχω στο παρελθόν περισσότερο απ’ ό,τι σκέπτομαι το μέλλον, γιατί το παρελθόν μου ήταν καταπληκτικό. Μια ζωή σαν τη δική μου απλώς δεν συμβαίνει δεύτερη φορά. Δεν μετανιώνω για τίποτε».

Αφού αποσύρθηκε συνειδητά απ’ το σινεμά στη δύση του εικοστού αιώνα (ανακάλεσε έκτοτε, αν και με σύντομες εμφανίσες), απείλησε πολλές φορές πως δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει και πως σκοπεύει να βάλει τέλος στη ζωή του. Τον φόβο της επικείμενης αυτοκτονίας διασκέδασε η θριαμβευτική υποδοχή του στο Φεστιβάλ Καννών. Τη φωτεινή επίσκεψη στα γνώριμα λημέρια της Croisette, εκεί όπου βρέθηκε πριν καν διασταυρωθεί ευλογημένα με τον κινηματογραφικό φακό, γρήγορα διαδέχθηκε η αμετάκλητη επιθυμία του να επιλέξει την υποβοηθούμενη αυτοκτονία.

Μακαρίζοντας την τύχη του, πριν από μια δεκαετία συνόψισε την καριέρα του: «Έκανα ό,τι ήθελα, όποτε το ήθελα, με τους καλύτερους. Πλέον κανείς δεν δίνει δεκάρα. Ο σύγχρονος κινηματογράφος είναι ένα ανάξιο, κενό σύστημα ραντισμένο με χρήματα. Αντί για κάμερα, χρησιμοποιούν ένα ψηφιακό μαραφέτι κολλημένο στην παλάμη. Αν ζούσε σήμερα ο Βεντούρα ή ο Γκαμπέν, θα τους προσπερνούσαν. Ναι, ανατρέχω στο παρελθόν περισσότερο απ’ ό,τι σκέπτομαι το μέλλον, γιατί το παρελθόν μου ήταν καταπληκτικό. Μια ζωή σαν τη δική μου απλώς δεν συμβαίνει δεύτερη φορά. Δεν μετανιώνω για τίποτε». Και επειδή δεν είχε να χάσει και τίποτε, αποχώρησε βυθισμένος σε πλούσιες αναμνήσεις και απέραντη μελαγχολία. Paroles, paroles, όπως δήλωνε και ο τίτλος του σουξέ του με την Νταλιντά, αλλά ο Ντελόν εννοούσε τα περισσότερα απ' όσα έλεγε, όπως αποδείχθηκε.

Ο Αλέν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν, κορσικανικής καταγωγής από τη μια γιαγιά του, γεννήθηκε σε πλούσιο προάστιο του Παρισιού και μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, σε ανάδοχη οικογένεια που αναγκάστηκε να τον επιστρέψει στους χωρισμένους γονείς του, με μια κοινή επιμέλεια που δεν λειτούργησε και τον οδήγησε εσωτερικό σε καθολικό σχολείο, το πρώτο από τα πολλά που τον απέβαλαν, και από κει στη στρατιωτική θητεία, μόλις στα δεκαεπτά του χρόνια. Το ουσιαστικά ακαλλιέργητο, ατίθασο παιδί που ταξίδεψε στο Φεστιβάλ Καννών του 1956, συνοδεύοντας τη φίλη του ηθοποιό Μπριζίτ Ομπέρ, λίγο έλειψε να μετακομίσει στο Χόλιγουντ πριν καν αρθρώσει την πρώτη του λέξη στο γαλλικό σινεμά, καθώς τον ανακάλυψε ένα λαγωνικό ταλέντων του uber-παραγωγού Ντέιβιντ Σέλζνικ και μετά από ένα δοκιμαστικό ο δημιουργός του «Όσα παίρνει ο άνεμος» του πρότεινε συμβόλαιο με τον όρο να μάθει αγγλικά. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, συνάντησε τον Αλεγκρέ και ευτυχώς προτίμησε να παίξει στη χώρα και στη γλώσσα του, ακυρώνοντας την πολλά υποσχόμενη μεταγραφή στην Αμερική. Αμέσως μετά το ντεμπούτο του δίπλα σε σημαντικά ονόματα της εποχής, όπως η Ενβίζ Φεγιέρ, ο Ζαν Ζεβέ και ο Μπερνάρ Μπλιέ, ακολούθησε μια συνεργασία με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιβ, τον Μαρκ Αλεγκρέ, και την επόμενη χρονιά έσπασε τα κοντέρ φωτογένειας με το «Γυμνοί στον ήλιο», έναν σπάνιο συνδυασμό υπέροχης ταινίας, εξαιρετικής μεταφοράς βιβλίου και τεράστιας επιτυχίας, με παρτενέρ τη Μαρί Λαφορέ. Ο Ρίπλεϊ που συνέλαβε, παρά την ελάχιστη πείρα του, παραμένει σημείο αναφοράς ενός άνδρα μυστηριώδους, διφορούμενου και σκοτεινού, ελκυστικού και αχαρτογράφητου: προφανώς ο Ντελόν ενστικτωδώς άντλησε το περίφημο κενό του αναρριχώμενου, υπερφιλόδοξου φίλου από μια αδέσποτη περιοχή που βίωσε στην περιπλανώμενη νεότητά του, κάτι που διέφυγε από τον ανώδυνα φιλικό, αλλά πιο παθητικό καμβά του Ματ Ντέιμον στο remake των '90s από τον Άντονι Μινγκέλα.

 

 

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι τον χρησιμοποιεί στην «Έκλειψη», ο Λουκίνο Βισκόντι τον λατρεύει και τον απογειώνει στον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του» και στον «Γατόπαρδο», που τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα το 1963. Ο Ιταλός σκηνοθέτης τού χαρίζει μια τρομερή θεατρική επιτυχία με το «Κρίμα που είναι πόρνη», όπου γνωρίζεται με έναν από τους σημαδιακούς έρωτες της ζωής του, τη συμπρωταγωνίστριά του Ρόμι Σνάιντερ. Στο μεταξύ, η Αμερική δεν τον έχει ξεχάσει και η Seven Arts του προτείνει συμβόλαιο τεσσάρων ταινιών. Έχοντας αντιληφθεί το εκτόπισμά του, ο Ντελόν δεν χάνει χρόνο και προτιμά τα ποσοστά αντί για την υψηλή αμοιβή στο αστυνομικό «Melodie en sous-sol» το 1963, με μόλις πέντε χρόνια καριέρας, σε σκηνοθεσία Ανρί Βερνέιγ, και συμπρωταγωνιστή τον Ζαν Γκαμπέν, λανσάροντας την πρωτόφαντη στην Γαλλία «μέθοδο Ντελόν», με την οποία θησαύρισε. Η αμερικανική περιπέτειά του δεν ευδοκίμησε. Αν και συζητήθηκε για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στη «Νύχτα της Ιγκουάνα» και το «This property is condemned», ακόμη και για τον «Λόρενς της Αραβίας» νωρίτερα, κατέληξε σε ξεχασμένες κομεντί, όπως το χολιγουντιανό του βάπτισμα του πυρός με την Αν Μάργκρετ στο «Once a thief» του Ραλφ Νέλσον, γουέστερν και σπονδυλωτά, με ευχάριστο διάλειμμα το βρετανικό και στυλάτο «Κορίτσι στη μοτοσικλέτα». Τελευταία στάση το «Scorpio» του Μάικλ Γουίνερ το 1973, δίπλα στον συμπρωταγωνιστή του από τον «Γατόπαρδο», Μπερτ Λάνκαστερ – επιβαρυμένος από τη χαρακτηριστική προφορά που δεν μπόρεσε ποτέ να αποβάλει για να διευρύνει το αγγλόφωνο ρεπερτόριό του και την άσχετη ταμπέλα του Λατίνου εραστή, που δεν του άξιζε και ποτέ δεν ζήτησε.

Πεπεισμένος πως το μέλλον του είναι στη Γαλλία, επέστρεψε οριστικά το 1968 και μεγαλούργησε κυρίως δίπλα στους δύο σκηνοθέτες που του ταίριαξαν περισσότερο και ανέδειξαν τον cool ερωτισμό και τη λακωνική του ψυχοσύνθεση, τον Πιερ Μελβίλ, με τον «Κόκκινο Κύκλο» και τον «Σαμουράι», και τον Ζακ Ντερέ, με τη σέξι «Πισίνα» (εξάπτοντας το κοινό με τις ημίγυμνες πόζες δίπλα στο παλιό του αίσθημα, τη Ρόμι) και τον stylish «Μπορσαλίνο», την ιστορία των γκάνγκστερ Καρμπόνε και Σπίριτο. Ο Ντελόν ήθελε παθιασμένα να γυρίσει την ταινία κυρίως για να παίξει με τον κολλητό φίλο και συναγωνιστή του Ζαν Πολ Μπελμοντό. Η επιτυχία ήταν τεράστια (το σίκουελ το 1974 όχι και τόσο), όπως και τα περισσότερα φιλμ που γύρισε την εικοσαετία από το 1965 μέχρι τα μέσα των '80s, που τον ανέδειξαν σε σταρ πρώτου μεγέθους όχι μόνο στη Γαλλία, όπου έκοβε σταθερά από 2 μέχρι και 4 εκατομμύρια εισιτήρια ανά φιλμ, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη και κυρίως στην Ιαπωνία, όπου ήταν εξίσου δημοφιλής με τον Σον Κόνερι και τον Τσαρλς Μπρόνσον. Το κοινό δεν του γύρισε ακριβώς την πλάτη από ένα σημείο κι έπειτα, αλλά οι σχέσεις του με τις όμορφες της εποχής και η ομιχλώδης διασύνδεσή του με τύπους του υποκόσμου, ειδικά μετά το σκάνδαλο με τον σωματοφύλακα Μάρκοβιτς, που βρέθηκε νεκρός σε κάδο σκουπιδιών και κανείς δεν ανακάλυψε τις συνθήκες θανάτου του, έδεσαν με τη φυσική απογοήτευση που ένιωθε απέναντι στο πέρασμα του χρόνου. Ο ίδιος ο Ντελόν παραιτήθηκε από το προνομιακό δικαίωμα στην ομορφιά του και απλώς ανακεφαλαίωσε τις πλούσιες εμπειρίες και τα αρνητικά του συναισθήματα σε ταινίες που είτε επαναλάμβαναν τους τύπους που έπλασε είτε, σπανιότερα, αξιοποιούσαν τη μελαγχολία ενός γερασμένου loner.

Οι σπουδαιότερες στιγμές του στο σινεμά ήταν δύο. Στο «Notre Histoire», ένα δράμα με μαύρο χιούμορ και αναπάντεχη πλοκή, έδειξε τη ρομαντική όψη πίσω από τη βιτρίνα του σκληρού: μοναχικός και μεθυσμένος σε ένα βαγόνι, ξαναζεί τον αγιάτρευτο έρωτα για την τριπλή παραλλαγή της γυναίκας της ζωής του στο πρόσωπο της Ναταλί Μπάι. Τα Σεζάρ υποκλίθηκαν, αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ντελόν έδειξε πόσο καλός ηθοποιός ήταν. Η περσόνα του φιλόσοφου εκτελεστή, ακόμα και σε σπαγγέτι γουέστερν, όπως ο υπέροχος «Κόκκινος Ήλιος» του Τέρενς Γιάνγκ (μια πολύ διασκεδαστική και τόσο '70s samurai crime μπονάνζα), υπήρξε δική του επινόηση, ένας χώρος για σκέψη που σιγοβράζει, με απροσδόκητα αποτελέσματα, την ίδια στιγμή που η πλοκή έτρεχε και οι υπόλοιποι έσπευδαν να εκφραστούν γρήγορα. Πριν από το «Notre Histoire» του Μπερτάν Μπλιέ, γιου του καλού του φίλου Μπερνάρ, είχε προλάβει να παίξει τον πιο αμφιλεγόμενο χαρακτήρα στην καριέρα του, σε σκηνοθεσία του Τζόζεφ Λόουζι, που είχε ξανασυναντήσει στη «Δολοφονία του Τρότσκι». Ο Κύριος Κλάιν, του 1976, ένας ευειδής καθολικός Γάλλος έμπορος τέχνης που εκμεταλλεύεται τις συλλογές των διωκώμενων Εβραίων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, του έδωσε την ευκαιρία για το αξέχαστο πορτρέτο ενός αμοραλιστή μισάνθρωπου που αδιαφορεί επιδεικτικά για την πολιτική, ώσπου τον μπερδεύουν, λόγω του επωνύμου του, με Εβραίο και συνειδητοποιεί τι έκανε μέχρι τότε. Μπορεί το ατμοσφαιρικό κοινωνικό δράμα να έχασε τον Χρυσό Φοίνικα από τον «Ταξιτζή» εκείνη τη χρονιά, αλλά αυτή είναι η ταινία ανάμεσα στις ογδόντα και πλέον της φιλμογραφίας του που ο Ντελόν επέλεξε να προβληθεί στην τιμητική εκδήλωση στο Φεστιβάλ Καννών το 2019 – ο ίδιος ήταν και συμπαραγωγός.

Εβδομάδες πριν από την εκδήλωση, γυναικείες οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν για την επικείμενη βράβευση, υποστηρίζοντας πως δεν αρμόζει σε θεσμό τέτοιου βεληνεκούς να τιμάει συνολικά για την προσφορά του στην τέχνη έναν σεξιστή και ρατσιστή, που μάλιστα έχει παραδεχτεί πως έχει δείρει γυναίκες. «Αν έχω δώσει σφαλιάρα σε γυναίκα; Ναι. Αλλά πόσες έχω δεχτεί εγώ δεν με ρωτάτε. Πολύ περισσότερες», επανέλαβε ο Γάλλος ηθοποιός, διευκρινίζοντας πως ποτέ του δεν έχει κακοποιήσει γυναίκα. Σε συμπληρωματικές δηλώσεις εκείνης της περιόδου ρωτήθηκε για την αντιμεταναστευτική του στάση και τη στήριξη στο Εθνικό Μέτωπο και τη Μαρίν Λεπέν – και απάντησε: «Με χτυπάνε γιατί ήμουν φίλος με τον Ζαν-Μαρί Λεπέν από τα χρόνια της "Ινδοκίνας". Δεν υπήρξα ποτέ φασίστας, είμαι δεξιός, τελεία». Παραλαμβάνοντας τον τιμητικό Φοίνικα από τα χέρια της κόρης του Ανούσκα, ενός από τα τρία αναγνωρισμένα παιδιά του, αναφέρθηκε κλαίγοντας στις γυναίκες της ζωής του, ιδιαίτερα στη Μιρέιγ Νταρκ και στη Ρόμι Σνάιντερ, τονίζοντας πως οι γυναίκες τού έδειξαν τον δρόμο και τον βοήθησαν να γίνει αυτός που όλοι ξέρουμε. Το γνώριζε καλά, έπαιξε τέλεια το παιχνίδι της σαγήνης, «από τα δεκαοκτώ ως τα πενήντα, όταν όλες πάθαιναν εμμονή» μαζί του, κάτι που τον ανάγκασε να γίνει ο ωραιότερος, ο καλύτερος και ο αξιότερος, όπως κόμπαζε συχνά στις συνεντεύξεις που έδινε στο σπίτι του με φόντο αμέτρητες δικές του φωτογραφίες και άλμπουμ πνιγμένα στα ενσταντανέ από τα γλυκά χρόνια, μην παραλείποντας να μιλά στο τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του. Ωστόσο, σκηνοθετήθηκε μόνο από μία, την Ανιές Βαρντά, στις «Χίλιες και μία νύχτες», παίζοντας τον εαυτό του, όπως συνήθιζε μετά το επίσημο φινάλε της σταδιοδρομίας του, με μοναδική εξαίρεση τον αυτοσαρκαστικό, πραγματικά αστείο Ιούλιο Καίσαρα στον «Αστερίξ» του 2008.

Ο Πατρίς Λεκόντ, που τον σκηνοθέτησε στο «One chance out of two», πρόσφατα αποκάλυψε πως ο Ντελόν βρισκόταν στην τελική ευθεία για να συμπρωταγωνιστήσει με τη Ζιλιέτ Μπινός στο «Empty House», είχε όμως νευρικότητα και αμφιβολία για το αν τελικά θα κατάφερνε να αντεπεξέλθει. Το εγκεφαλικό επεισόδιο και η απώλεια του αγαπημένου του Μπεμπέλ τον λύγισαν – η παρουσία του στην κηδεία του Ζαν-Πολ Μπελμοντό το 2021 ήταν και η τελευταία δημόσια εμφάνισή του. Έτσι, το «Any Resemblance» παραμένει το κύκνειο cameo του στον κινηματογράφο. Μόνιμα απασχολημένος με τον θάνατο, ο θλιμμένος κύριος Ντελόν, με έδρα πλέον το Ντουσί της Ελβετίας, ανυπομονούσε να αναχωρήσει από έναν κόσμο που κάποτε του παραδόθηκε με απεριόριστο θαυμασμό και αδιάκριτο ενδιαφέρον.