Πλήθος ερευνών έχουν επισημάνει την αρνητική επίδραση των social media στην ψυχολογία των χρηστών, με τη μειωμένη αυτοεκτίμηση και την κατάθλιψη να ακολουθούν από κοντά τη συστηματική χρήση των κοινωνικών δικτύων.
Είναι όμως τα social media καθαυτά ο ένοχος για τη διατάραξη της ψυχικής μας ευημερίας;
Εστιάζοντας το ενδιαφέρον του σε τρεις από τις δημοφιλέστερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, το Facebook, το Twitter και το Instagram, ο Δρ Derrick Wirtz, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας στο Τμήμα τεχνών και Κοινωνικών Επιστημών Irving K. Barber του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, θέλησε να διαπιστώσει πώς η χρήση τους επηρεάζει την ψυχική διάθεση των χρηστών. «Τα social media έχουν εν πολλοίς υποκαταστήσει τις δια ζώσης επαφές και διαπροσωπικές σχέσεις» εξηγεί ο Δρ Wirtz, συμπληρώνοντας πως, μολονότι η πλειονότητα των χρηστών κατακλύζεται από θετικά αισθήματα για του νέου τύπου αλληλεπιδράσεις, ένας σημαντικός αριθμός οδηγείται μέσα από τη χρήση τους σε μια άβυσσο αρνητικών συναισθημάτων.
Το πόρισμά του φέρει έντονο ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει μία συγκεκριμένη παράμετρο που εστιάζει στη χρήση ακριβώς παρά τα ίδια τα social media: οι συμμετέχοντες στη μελέτη του συνέκριναν διαρκώς τον εαυτό τους με άλλους χρήστες, πολλαπλασιάζοντας τα αισθήματα θλίψης και στεναχώριας.
«Το να εστιάζει κανείς επιλεκτικά στις φωτογραφίες και ενημερώσεις των διαδικτυακών του επαφών που προβάλλουν μια εικόνα ευτυχίας, υποτιμώντας το γεγονός πως ακόμη και εκείνοι που φαίνονται χαρούμενοι βιώνουν αρνητικά συναισθήματα, οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα στη σύγκριση που θέλει τον εαυτό μας σε μειονεκτική πάντα θέση», εξηγεί ο Δρ Wirtz, υπογραμμίζοντας τη διαφορά της ουσιαστικής διαπροσωπικής επαφής που βελτιώνει τη διάθεση έναντι της ατέρμονης περιδιάβασης σε προφίλ άλλων χρηστών.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι συμμετέχοντες απάντησαν σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους χρήσης της πλατφόρμας Facebook: την παρακολούθηση της ροής άλλων προφίλ για ενημερώσεις, την ενημέρωση αναφορικά με τη διεθνή επικαιρότητα και την ανάρτηση νέας κατάστασης (status) ή φωτογραφιών. Όπως διαπιστώθηκε, η παρακολούθηση άλλων προφίλ όχι μόνο αποτέλεσε τη συχνότερη αιτία χρήσης αλλά συσχετίστηκε και με τα πλέον έντονα αρνητικά συναισθήματα.
Σε μια εποχή που λόγω πανδημίας οι επαφές μειώνονται, οι κοινωνικές αποστάσεις αυξάνονται και ολοένα περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στην εναλλακτική λύση που προσφέρει το διαδίκτυο ως αντίβαρο στη μοναξιά, τα ευρήματα της μελέτης δεν προσφέρουν παρηγοριά: οι άνθρωποι ένιωθαν πιο μόνοι στα social media, παρότι ήταν η μοναξιά που τους είχε οδηγήσει εκεί. «Στο διάστημα των δέκα ημερών που διήρκησε η έρευνα, όσο περισσότερο χρόνο αφιέρωναν στις τρεις πλατφόρμες οι συμμετέχοντες τόσο πιο μόνοι αισθάνονταν», σχολίασε ο Δρ Wirtz.
Πέραν των ψηφιακών μέσων, η μελέτη εξέτασε και την επίδραση που έχουν παραδοσιακές μέθοδοι κοινωνικής επαφής όπως το τηλεφώνημα ή ακόμη και η διαζώσης συνάντηση, για να διαπιστώσει τα ακριβώς αντίστροφα αποτελέσματα στην ψυχική ευημερία των συμμετεχόντων η οποίοι ένιωσαν βελτίωση της διάθεσής τους.
Παρ’ όλα αυτά, o Δρ Wirtz εναντιώνεται στη δαιμονοποίηση των κοινωνικών δικτύων. Με τη σωστή χρήση η οποία περιλαμβάνει συνομιλίες, βιντεοκλήσεις, επαφή με άλλους χρήστες και όχι την παθητική παρακολούθηση τρίτων με σκοπό τη σύγκριση, οι άνθρωποι μπορούν να ωφεληθούν σημαντικά, ιδίως στο συγκαιρινό περικείμενο του νέου κορονοϊού.