Κορονοϊός: Πόσο ζει στο ανθρώπινο δέρμα;
Τι ισχύει με τις συσκευασίες;

Η πανδημία που έχει επιφέρει στον πλανήτη ο κορονοϊός σκορπά τον απόλυτο τρόμο, καθώς η επιστημονική κοινότητα ανακαλύπτει και αποκαλύπτει καθημερινά νέα δεδομένα για την ανθεκτικότητα, αλλά και για την «παρουσία» του γύρω μας, η οποία θεωρείται κάτι παραπάνω από δεδομένη. 

O κορονοϊός παραμένει ενεργός πάνω στο ανθρώπινο δέρμα για εννέα ώρες, όπως διαπίστωσαν ιάπωνες ερευνητές, κάτι που σύμφωνα με τους ίδιους δείχνει την ανάγκη για συχνό πλύσιμο των χεριών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Την ίδια ώρα, η υπηρεσία ελέγχου νοσημάτων της Κίνας ανακοίνωσε το Σάββατο (17/10) ότι η επαφή με συσκευασίες κατεψυγμένων τροφίμων, μολυσμένων με ζώντα νέο κορονοϊό, θα μπορούσε να προκαλέσει μολύνσεις.

Ο κορονοϊός μένει ενεργός στο δέρμα πολύ περισσότερο από τη γρίπη

Πιο αναλυτικά, το παθογόνο που προκαλεί την γρίπη επιβιώνει πάνω στο ανθρώπινο δέρμα για περίπου 1,8 ώρες, προσθέτει η μελέτη που δημοσιεύτηκε αυτό τον μήνα στην επιστημονική επιθεώρηση «Clinical Infectious Diseases».

«Η επιβίωση για 9 ώρες του κορονοϊού πάνω στο ανθρώπινο δέρμα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μετάδοσης με την επαφή σε σύγκριση με τον IAV (του ιού A της γρίπης), επιταχύνοντας έτσι την πανδημία», όπως αναφέρεται.

Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν έρευνα σε δείγμα δέρματος που είχε ληφθεί από νεκροτομή θυμάτων της covid-19, περίπου μια ημέρα μετά τον θάνατό τους. Αδρανοποιούνται μετά από 15 δευτερόλεπτα αν βάλουμε αντισηπτικό.
Τόσο ο κορονοϊός όσο και ο ιός της γρίπης ευτυχώς αδρανοποιούνται εντός 15 δευτερολέπτων όταν εφαρμόζεται στο δέρμα αιθανόλη, η οποία περιέχεται στα αντισηπτικά χεριών.

«Η μεγαλύτερη χρονικά επιβίωση του SARS-CoV-2 πάνω στο δέρμα αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού μέσω της επαφής, η υγιεινή των χεριών μπορεί να μειώσει αυτό τον κίνδυνο», αποφαίνεται η μελέτη.

Η μελέτη υποστηρίζει τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τακτικό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών για να περιοριστεί η μετάδοση του ιού, ο οποίος έχει μολύνει σχεδόν 40 εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο από τότε που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Κίνα στο τέλος του περασμένου χρόνου.

Τι ισχύει με τις συσκευασίες

Την ίδια ώρα, η υπηρεσία ελέγχου νοσημάτων της Κίνας ανακοίνωσε το Σάββατο (17/10) ότι η επαφή με συσκευασίες κατεψυγμένων τροφίμων, μολυσμένων με ζώντα νέο κορονοϊό, θα μπορούσε να προκαλέσει μολύνσεις. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται καθώς το κινεζικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) εντόπισε και απομόνωσε ζώντα νέο κορονοϊό στην εξωτερική συσκευασία κατεψυγμένου μπακαλιάρου, στην προσπάθεια του να διαπιστώσει από πού προήλθε η συρροή των κρουσμάτων που καταγράφηκε την περασμένη εβδομάδα στην πόλη Τσινγκτάο. Η διαπίστωση αυτή, που γίνεται για πρώτη φορά, σημαίνει ότι θα ήταν δυνατόν να μεταφερθεί ο ιός σε μεγάλες αποστάσεις, μέσω των κατεψυγμένων τροφίμων.

Δύο λιμενεργάτες στο Τσινγκτάο, που είχαν διαγνωστεί ασυμπτωματικοί τον Σεπτέμβριο, έφεραν τον ιό σε ένα νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος, κατά τη διάρκεια της καραντίνας στην πόλη, λόγω της ανεπαρκούς απολύμανσης και έλλειψης μέτρων προστασίας. Αυτό οδήγησε σε άλλες 12 μολύνσεις που συνδέονται με το νοσοκομείο, ανέφεραν την περασμένη εβδομάδα οι αρχές.

Η ανακοίνωση που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του κινεζικού CDC ωστόσο δεν περιλαμβάνει απτές αποδείξεις ότι οι δύο εργαζόμενοι στο Τσινγκτάο προσβλήθηκαν από τον ιό που βρισκόταν στη συσκευασία των τροφίμων. Θα μπορούσαν να έχουν μολυνθεί αλλού και να μετέφεραν με τη σειρά τους τον νέο κορονοϊό στις συσκευασίες που άγγιξαν, ανέφερε ο Τζιν Ντονγκ-Γιαν, καθηγητής ιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ. Το CDC τόνισε ότι δεν έχει καταγραφεί καμία περίπτωση στην οποία να προσβλήθηκε κάποιος καταναλωτής επειδή ήρθε σε επαφή με κατεψυγμένα τρόφιμα και ο κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο είναι πολύ μικρός.

Αλλά δεν είναι ανύπαρκτος. Έτσι, συμβούλευσε οι εργαζόμενοι που χειρίζονται, επεξεργάζονται ή πωλούν κατεψυγμένα προϊόντα να αποφεύγουν να έρχονται αυτά σε άμεση επαφή με το δέρμα τους, για την περίπτωση που έχουν μολυνθεί. Οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να αγγίζουν το στόμα ή τη μύτη τους χωρίς να έχουν πλύνει τα χέρια τους και πριν βγάλουν τα ρούχα εργασίας που ενδεχομένως έχουν μολυνθεί, καθώς επίσης θα πρέπει να υποβάλλονται τακτικά σε τεστ. Πριν από την ανακάλυψη του CDC, γενετικά ίχνη του ιού είχαν βρεθεί σε δείγματα κατεψυγμένων τροφίμων και συσκευασιών.