Η ετυμολογία της λέξης είναι από το ελληνικό ρήμα «χαίρω» και αφορά ανθρώπους που φοβούνται τις συνέπειες που πιστεύουν ότι μπορεί να φέρει η χαρά και η ευτυχία.
Πιστεύουν, κατά κάποιο τρόπο ότι δεν μπορεί να είναι κάποιος ευτυχισμένος και κάθε χαρά έχει ακριβό τίμημα, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν πως ανά πάσα ώρα μπορεί να μετατραπεί σε δυστυχία.
Οι χαιροφοβικοί δηλαδή έχουν μια μόνιμη και βαθιά μελαγχολία, με έντονα συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ για τους ειδικούς η χαιροφοβία είναι το πρώτο στάδιο της πραγματικής κατάθλιψης.
Συχνά βρίσκει κανείς ένα τραυματικό επεισόδιο στη βάση αυτής της φοβίας, το οποίο συνδέεται με ντροπή ή ταπείνωση, με αποτέλεσμα το άτομο να αρνείται να ξαναζήσει μια χαρούμενη ζωή από τον φόβο της επανάληψης.
Οι χαιροφοβικοί είναι θλιμμένα άτομα κατά κύριο λόγο και πολύ κλειστοί χαρακτήρες. Θεωρούν πως η ευτυχία δε τους ανήκει και η σχέση τους με τη μοιρολατρία είναι άρρηκτα συνυφασμένη.
Επενδύουν μόνο σε ό,τι είναι άσχημο ή θλιμμένο και ελκύονται από άτομα που δυσκολεύονται να βρουν χαρά στην καθημερινή τους ζωή.
Αυτή η τάση οδηγεί σε μισανθρωπία και κυνισμό, με έμφαση στις μελαχγολικές ιδέες.
Η βασική θεραπεία της χαιροφοβίας είναι η ψυχανάλυση που βοηθάει τα άτομα να ξαναβρούν την εμπιστοσύνη στη δυνατότητά τους να αγαπούν και να αγαπηθούν από τους άλλους.
Διάσημοι χαιροφοβικοί ήταν ο φιλόσοφος Αρθουρ Σοπενχάουερ (1788-1860) και οι Ευγένιος Ιονέσκο (1909-1994), Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989), Φραντς Κάφκα (1883-1924), Φρεντερίκ Σοπέν (1810-1849), Φραντς Σούμπερτ (1797-1828).