Η ενεργή χρήση δεύτερης γλώσσας σε συστηματική, και ιδιαίτερα καθημερινή βάση, γεννά έναν μηχανισμό προστασίας από τη γνωστική εξασθένιση που επέρχεται με το γήρας, ενισχύοντας το γνωστικό αποθεματικό του εγκεφάλου, βάσει μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου Oberta της Καταλονίας (UOC) και του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης (UPF).
Από τη σχετική μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο Neuropsychologia, προέκυψε ότι η χρήση δύο γλωσσών σε συστηματική βάση και εφ΄όρου ζωής οδηγεί σε ενισχυμένο εγκεφαλικό απόθεμα και καθυστέρηση στην εκδήλωση συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη γνωστική φθορά και την άνοια, με κυρίαρχη μορφή της τη νόσο Αλτσχάιμερ.
«Ο επιπολασμός της άνοιας σε χώρες όπου ομιλούνται περισσότερες από μία γλώσσες είναι 50% χαμηλότερος από εκείνη στις περιοχές όπου ο πληθυσμός χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα για να επικοινωνήσει» εξηγεί ο Marco Calabria, καθηγητής στη Σχολή Επιστημών Υγείας του UOC και μέλος της ερευνητικής ομάδας του Εργαστηρίου Γνωστικής Νευρολογίας στο έτερο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης.
Θέλοντας να διαπιστώσουν το μηχανισμό και το βαθμό με τον οποίο η διγλωσσία συμβάλλει στο γνωστικό αποθεματικό συνολικότερα και όχι μόνο μεταξύ μονόγλωσσων και δίγλωσσων, οι ερευνητές καθόρισαν διαφορετικές κλίμακες: Από άτομα που μιλούν μόνο μια γλώσσα, αλλά εκτίθενται παθητικά σε μία άλλη, έως άτομα που έχουν εξαιρετική επάρκεια σε δύο γλώσσες και τις χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση.
Για τον καθορισμό της διαβάθμισης ελήφθησαν υπόψη διάφορες μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας απόκτησης επάρκειας στη δεύτερη γλώσσα, τη μορφή χρήσης κάθε γλώσσας και την εναλλαγή μεταξύ δύο γλωσσών στην ίδια συζήτηση.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε κατοίκους της Βαρκελώνης, όπου και εναλλάσσεται μεταξύ περιοχών η χρήση καταλανικών και ισπανικών και όλοι είναι λίγο-πολύ δίγλωσσοι.
Συμμετείχαν 63 υγιή άτομα, 135 άτομα με ήπια γνωστική εξασθένηση όπως απώλεια μνήμης και 68 άτομα με νόσο Αλτσχάιμερ. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ερωτηματολόγιο για να διαπιστώσουν την επάρκειά τους στα καταλανικά και τα ισπανικά και να εξακριβώσουν το βαθμό διγλωσσίας κάθε ατόμου. Στη συνέχεια συσχέτισαν το βαθμό με την ηλικία της νευρολογικής διάγνωσης και την έναρξη των συμπτωμάτων.
Για να κατανοήσουν καλύτερα την προέλευση του γνωστικού πλεονεκτήματος, ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να εκτελέσουν διάφορες γνωστικές εργασίες, εστιάζοντας πρωτίστως στο κέντρο διοίκησης και ελέγχου του εγκεφάλου, καθώς προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι αυτή είναι η πηγή του πλεονεκτήματος ως προς τη διγλωσσία.
«Παρατηρήσαμε ότι οι άνθρωποι με υψηλότερο βαθμό διγλωσσίας είχαν διάγνωση ήπιας γνωστικής φθοράς μεταγενέστερα από εκείνους που ήταν παθητικά δίγλωσσοι» ανέφερε ο Marco Calabria Καλαβρία, ο οποίος θεωρεί πως ισοδυναμεί με διά βίου άσκηση του εγκεφάλου η χρήση δύο γλωσσών και η εναλλαγή από τη μία στην άλλη.
Το κέντρο διοίκησης και ελέγχου του εγκεφάλου σχετίζεται με το σύστημα που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο δύο γλωσσών: Χρειάζεται να εναλλάσσεται ανάμεσά τους, κάνοντας τον εγκέφαλο να επικεντρώνεται πρώτα στη μία και μετά στην άλλη ώστε να αποφευχθεί η «εισβολή» μίας γλώσσας στην άλλη καθώς μιλάμε.
«Στο πλαίσιο των νευροεκφυλιστικών ασθενειών, αυτό το σύστημα θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα συμπτώματα. Έτσι, όταν κάτι δεν λειτουργεί καλά λόγω της νόσου, χάρη στο γεγονός ότι είναι δίγλωσσος, ο εγκέφαλος διαθέτει αρκετά εναλλακτικά συστήματα για την επίλυση του προβλήματος» εξηγεί ο Calabria τονίζοντας ότι στην πραγματικότητα το να είναι κανείς δίγλωσσος αποτελεί σημαντικό προγνωστικό παράγοντα καθυστέρησης ήπιας γνωστικής εξασθένισης, μία προκλινική φάση της νόσου Αλτσχάιμερ.