Η ασπαρτάμη, ένα από τα πιο διαδεδομένα τεχνητά γλυκαντικά στον κόσμο, είναι πιθανή καρκινογόνα ουσία, όπως αναμένεται να ανακοινώσει τον ερχόμενο μήνα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα του Reuters.
Όπως είναι αναμενόμενο το «καμπανάκι» του ΠΟΥ πυροδότησε ένα γενικευμένο κύμα ανησυχίας καθώς τα τεχνητά γλυκαντικά όπως η ασπαρτάμη, έχουν πλέον μπει στη ζωή μας σε μια προσπάθεια να μειώσουμε την κατανάλωση ζάχαρης ενός ακόμη μεγάλου εχθρού της υγείας.
Η ασπαρτάμη είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη ολιγοθερμιδική γλυκαντική ουσία. Αποδίδει 4 kcal/g, όσο δηλαδή και η ζάχαρη, αλλά είναι 160-200 φορές πιο γλυκιά από αυτήν, οπότε χρησιμοποιείται σε πολύ μικρότερη ποσότητα, αποδίδοντας την ίδια γλυκύτητα με ελάχιστες θερμίδες.
Η ασπαρτάμη, η οποία χρησιμοποιείται σε προϊόντα από τα αναψυκτικά διαίτης μέχρι τσίχλες χωρίς ζάχαρη και ποτά, θα καταχωρηθεί τον Ιούλιο ως «πιθανή καρκινογόνα ουσία για τον άνθρωπο» για πρώτη φορά από τον Διεθνή Οργανισμό Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC), τον ερευνητικό βραχίονα του ΠΟΥ για τον καρκίνο, δήλωσαν οι πηγές που επικαλείται το πρακτορείο Reuters.
Πολλές αντιρρήσεις
«Η ασπαρτάμη και η στέβια είναι οι δύο πιο κλασικές γλυκαντικές ύλες που έχουν μπει στη ζωή μας. Εξυπηρετούν και το ζήτημα της ρύθμισης του διαβήτη, αλλά βοηθούν και τους ανθρώπους που θέλουν να αποφύγουν τη ζάχαρη. Η ασπαρτάμη ειδικότερα είναι από τις πιο καλά μελετημένες γλυκαντικές ύλες» δηλώνει ο Χάρης Δημοσθενόπουλος διαιτολόγος – βιολόγος, γραμματέας του Diebetes and Nutrition Study Group.
«Υπάρχει μια μεγάλη αντίδραση από τους επιστημονικούς φορείς σχετικά με τον τρόπο που έγινε η ανάλυση των δεδομένων και το είδος των μελετών που χρησιμοποιήθηκαν» τονίζει ο κ. Δημοσθενόπουλος αναφορικά με την επίμαχη είδηση για την ασπαρτάμη και το ενδεχόμενο σενάριο αυτή να καταταχθεί στις πιθανώς καρκινογόνες ουσίες από τον IARC.
«Αυτο που έχει πει ο ΠΟΥ είναι ότι ουσιαστικά οι γλυκαντικές ύλες δεν είναι πανάκεια για την απώλεια σωματικού βάρους και συστήνει να προτιμάμε φυσικά σάκχαρα» δίνει τις πραγματικες διαστάσεις της είδησης ο κ. Δημοσθενόπουλος και συνεχίζει: «Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι γλυκαντικές ουσίες υπάρχουν για να μας εξυπηρετούν. Δεν κινδυνεύουμε από αυτές εφόσον βέβαια τηρούμε το μέτρο και την ισορροπία στη διατροφή μας συνολικά. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ η διατροφή μας πρέπει να στραφεί σε πιο φυσικά τρόφιμα και όχι σε τυποποιημένα – στα οποία κυρίως περιέχεται η ασπαρτάμη – και να επιλέγουμε τα φυσικά σάκχαρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα χάσουμε το μέτρο ακόμη και στην κατανάλωση φρούτων και χυμών που θεωρούνται υγιεινά».
Τι γνωρίζουμε για την ασπαρτάμη
Πρόκειται για μια συνθετική γλυκαντική ουσία που χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης. Περιέχεται σε αναψυκτικά light, επιδόρπια, προϊόντα διαίτης, τσίχλες, γλυκαντικά δισκία, παγωτά light κλπ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήκει στα Πρόσθετα Τροφίμων (Ε951) και η χρήση της ρυθμίζεται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό ΕΚ 1333/2009.
Η ασπαρτάμη συντίθεται από δύο αμινοξέα (δομικά συστατικά των πρωτεϊνών), το ασπαρτικό οξύ και τη φαινυλαλανίνη. Καθώς διασπάται στον οργανισμό, απελευθερώνει αυτά τα δύο αμινοξέα και μια πολύ μικρή ποσότητα μεθανόλης (η δράση της οποίας είναι νευροτοξική σε μεγάλες ποσότητες). Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτά τα τρία συστατικά (ασπαρτικό οξύ, φαινυλαλανίνη και μεθανόλη) υπάρχουν ως φυσικά συστατικά σε πολλά τρόφιμα (π.χ. φρούτα, λαχανικά, γάλα) και ο οργανισμός μας τα μεταβολίζει χωρίς πρόβλημα.
Η κατανάλωση ασπαρτάμης δεν επιτρέπεται σε όσους πάσχουν από φαινυλοκετονουρία, μια σπάνια κληρονομική νόσο (εμφανίζεται σε 1 στους 100.000) όπου ο οργανισμός δεν μπορεί να μεταβολίσει τη φαινυλαλανίνη σε τυροσίνη, με αποτέλεσμα αυτή να συσσωρεύεται στον οργανισμό (με κίνδυνο να προκληθεί εγκεφαλική βλάβη). Γι’ αυτό και τα τρόφιμα και τα ποτά με ασπαρτάμη πρέπει, βάσει νόμου, να αναφέρουν στην ετικέτα τους ότι είναι πηγές φαινυλαλανίνης.
Η ασπαρτάμη έχει την ίδια θερμιδική αξία με τη ζάχαρη, δηλαδή 4 θερμίδες ανά γραμμάριο. Όμως, είναι περίπου 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, γι’ αυτό και απαιτείται ελάχιστη ποσότητα για να προσδώσει την ίδια γλυκύτητα σε ένα τρόφιμο ή ποτό, γεγονός που σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν έχει θερμίδες (χαρακτηρίζεται «μη θερμιδογόνος»).