Σε μια σημαντική διαπίστωση κατέληξε ο Benjamin Udoka Nwosu από τη Σχολή Ιατρικής Zucker του Πανεπιστημίου Hofstra/Northwell της Νέας Υόρκης, τα ερευνητικά συμπεράσματα του οποίου μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τη ζωή των παιδιών με διαβήτη τύπου 1.
Ειδικότερα, η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Endocrinology, υποστηρίζει ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τις επιπλοκές στους παιδιατρικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 1. Ο Δρ. Nwosu ενθαρρύνει τη χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε αυτούς τους ασθενείς.
Ο επιστήμονες με τυχαία επιλογή χορήγησε 36 επιλεγμένους ενήλικες και παιδιά με διαβήτη τύπου 1 είτε βιταμίνη D2 -πρόκειται για την εργοκαλσιφερόλη, χορηγούμενη σε ποσότητα 50.000 διεθνών μονάδων (IU) την εβδομάδα για δύο μήνες και στη συνέχεια κάθε δεύτερη εβδομάδα για 10 μήνες- ή ένα πλασματικό συμπλήρωμα (placebo).
Αυτό που ανακάλυψε ήταν ότι η βιταμίνη D καθυστέρησε σημαντικά την ανάπτυξη της αιμοσφαιρινής A1c με μέσο ρυθμό μεταβολής 0,14% κάθε τρεις μήνες, συγκριτικά με ένα ποσοστό μεταβολής 0,46% κάθε τρεις μήνες, που κατέγραψαν όσοι πήραν placebo.
Επιπροσθέτως, η βιταμίνη D συσχετίστηκε έντονα με τον λειτουργικό δείκτη μερικής κλινικής ύφεσης, δηλαδή την προσαρμοσμένη σε δόση ινσουλίνης αιμοσφαιρίνη A1c, με μέσο ρυθμό μεταβολής 0,30% κάθε τρεις μήνες, συγκριτικά με το αντίστοιχο 0,77% της ομάδας που έλαβε το πλασματικό συμπλήρωμα.
Κατόπιν των ευρημάτων αυτών, ο Δρ. Nwosu προτείνει: «Συνιστούμε να γίνεται μια βασική εκτίμηση της συγκέντρωσης βιταμίνης D στον οργανισμό κατά τη στιγμή της διάγνωσης του διαβήτη τύπου 1 και, εάν η συγκέντρωση αυτή είναι μικρότερη από 30 ng/mL, να ξεκινήσει η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D, ώστε τα επίπεδα της βιταμίνης στον οργανισμό να διατηρούνται σταθερά μεταξύ 30 και 60 ng/mL».