Νέα ευρήματα που συσχετίζουν την ανεπάρκεια βιταμίνης D με αυξημένο κίνδυνο εκδηλώσεως της σοβαρής μορφής της λοίμωξης που προκαλεί ο κορονοϊός Covid-19, αποκαλύπτει μια νέα μελέτη.
Η ανεπάρκεια αυτή ενδέχεται επίσης να αυξάνει και τον κίνδυνο θανάτου.
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. Οι ερευνητές εξέτασαν σε 235 ασθενείς τα επίπεδα της βιταμίνης D και την έκβαση της λοίμωξης που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός. Όπως διαπίστωσαν, όσοι είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D διέτρεχαν κατά 52% μεγαλύτερο κίνδυνο να υποκύψουν στη νόσο.
Από τους ασθενείς της μελέτης, μόλις το 33% είχαν επαρκή επίπεδα της βιταμίνης. Ταυτοχρόνως, το 74% των συμμετεχόντων είχαν σοβαρή μορφή της λοίμωξης που προκαλεί ο νέος κορονοϊός.
Η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, λένε οι ερευνητές. Είναι επίσης πιθανό να καταπολεμά τη φλεγμονή. Τα χαρακτηριστικά αυτά την καθιστούν απαραίτητη για την μάχη που δίνει ο ανθρώπινος οργανισμός εναντίον του νέου ιού.
Δυστυχώς η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί αληθινό δεινό στις σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης. Κύρια αιτία η ελλιπής έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία του ηλίου που είναι απαραίτητη για τη σύνθεσή της. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το γεγονός ότι δεν τρώμε αρκετά λιπαρά ψάρια ή/και αρκετά εμπλουτισμένα τρόφιμα. Ούτε όμως παίρνουμε και συμπληρώματα, που θα ήταν μια λύση εφ' όσον το συνιστούσε ο γιατρός μας.
Η νέα μελέτη
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση PLoS One. Όπως γράφουν οι ερευνητές, πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η βιταμίνη D επηρεάζει τόσο την εγγενή (φυσική) ανοσία, όσο και την επίκτητη.
Δρα επίσης ως διαμεσολαβητής σε διάφορους σημαντικούς αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμού. Γι' αυτό τον λόγο πιστεύεται ότι μπορεί να δράσει προστατευτικά έναντι της λοίμωξης που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός.
Οι εθελοντές που συμμετείχαν στη νέα μελέτη είχαν ηλικία 20-90 ετών. Το 37,5% ήσαν άνω των 65 ετών και το 66% είχαν ιστορικό τουλάχιστον μίας χρόνιας νόσου (π.χ. διαβήτη, υπέρτασης κ.λπ.).
Αφού οι ερευνητές έλαβαν υπ' όψιν όλους τους πιθανούς συμβάλλοντες παράγοντες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D σχετιζόταν:
- Με τη σοβαρότητα της νόσου Covid-19
- Τη θνησιμότητα στη διάρκεια της νοσηλείας
- Τα επίπεδα ορισμένων δεικτών φλεγμονής στο αίμα των ασθενών
Τα ευρήματα
Πιο αναλυτικά, οι ασθενείς με ανεπάρκεια βιταμίνης D είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στο αίμα. Ήταν επίσης πιθανότερο να μην έχουν τις αισθήσεις τους κατά τη μεταφορά τους στο νοσοκομείο.
Επιπλέον, είχαν 46% περισσότερες πιθανότητες να χρειασθούν διασωλήνωση ή/και να εκδηλώσουν οξύ σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS). Το σύνδρομο αυτό είναι μια κατάσταση που οδηγεί στην αναπνευστική ανεπάρκεια. Αποδεικνύεται μοιραίο για πολλούς ασθενείς με τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός.
Όσον αφορά τη θνησιμότητα, η νέα μελέτη έδειξε ότι από τους ασθενείς ηλικίας άνω των 40 ετών κατέληξε:
- Το 6,3% όσων διέθεταν πολύ υψηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους (πάνω από 40 ng/ml)
- Το 9,7% όσων είχαν επαρκή βιταμίνη D (30-39 ng/ml)
- Το 20% όσων είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D (κάτω από 30 ng/ml)
Σημαντικό βοήθημα
«Η μελέτη αυτή παρέχει άμεσες ενδείξεις ότι η επάρκεια βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τις επιπλοκές και τελικά τους θανάτους από τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορονοϊός», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr Michael Holick, καθηγητής Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη & Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.
Προγενέστερη μελέτη της ίδιας ερευνητικής ομάδας είχε δείξει πως όσοι διαθέτουν επαρκή βιταμίνη D στο αίμα τους, έχουν 54% λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν από τον κορονοϊό.
Κατά τον Dr Holick, τα νέα ευρήματα υποδεικνύουν μία απλή και αποδοτική στρατηγική για να βελτιωθεί η ικανότητα του οργανισμού μας να καταπολεμήσει τον κορονοϊό. «Η έλλειψη και η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι πολύ εκτεταμένη στα παιδιά και τους ενήλικες, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Επομένως, καλό είναι να λαμβάνουν όλοι συμπλήρωμα βιταμίνης D για να μειώσουν τον κίνδυνο να τους μολύνει ο νέος κορονοϊός», είπε. Ωστόσο καλό είναι να συμβουλευθούν πρώτα τον γιατρό τους.