Το σύνδρομο Άσπεργκερ είναι μια σχετικά «πρόσφατη» διαταραχή, η οποία περιγράφηκε το 1944 από τον Hans Asperger, εμπνευσμένος από τον ορισμό του αυτισμού του Leo Kanner. Η εργασία του Asperger δεν ήταν γνωστή για αρκετές δεκαετίες. Ήταν το 1980 που ο κόσμος άρχισε να ακούει περισσότερο τον όρο. Κατά τη δεκαετία του ’90, το σύνδρομο απέκτησε συγκεκριμένη διάγνωση.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, το σύνδρομο Άσπεργκερ έχει αξιολογηθεί και αλλάξει πολλές φορές θέση μέσα στο αυτιστικό φάσμα. Θεωρείται όμως πια ως μία από τις «ηπιότερες» μορφές με «υψηλή λειτουργικότητα». Αν και τα παιδιά και οι ενήλικες με Άσπεργκερ έχουν ορισμένα κοινά συμπτώματα, ορισμένες βασικές διαφορές είναι εμφανείς ώστε να μπορέσουμε να τις σκιαγραφήσουμε.
Διαφορές ανάμεσα στο σύνδρομο Άσπεργκερ και στον αυτισμό
Πολλοί άνθρωποι με αυτισμό θα σκοράρουν κάτω του μετρίου στις αξιολογήσεις νοημοσύνης. Από την άλλη πλευρά, όσοι έχουν Άσπεργκερ σκοράρουν στα ίδια ή και σε υψηλότερα επίπεδα από τους συνομηλίκους τους. Συχνά, έχουν ανώτερα σκορ IQ.
Γενικά, οι άνθρωποι με Άσπεργκερ δεν εμφανίζουν δυσκολίες στην ομιλία ή ανικανότητες που συχνά χαρακτηρίζουν εκείνους με διαταραχές αυτιστικού φάσματος. Αν και μπορεί να δυσκολεύονται να κατανοήσουν κάποιες εκφάνσεις της καθημερινής ομιλίας (όπως ιδιώματα, ανέκδοτα ή σαρκασμό), όσοι έχουν Άσπεργκερ κατέχουν την ικανότητα να μιλούν και να επικοινωνούν καθαρά.
Επιπλέον, οι διαταραχές αυτιστικού φάσματος συχνά εντοπίζονται στα παιδιά πριν φτάσουν σε ηλικία σχολείου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα συμπτώματα (και η σοβαρότητά τους) είναι παρούσα πολύ νωρίτερα σε σύγκριση με των παιδιών που έχουν Άσπεργκερ. Καθώς το τελευταίο επηρεάζει την κοινωνική ζωή και την επικοινωνία, δεν εντοπίζεται εύκολα μέχρι το παιδί να συναντήσει δυσκολίες στο σχολείο.
Η λάθος εκτίμηση
Καθώς το Άσπεργκερ θεωρείται μια ηπιότερη μορφή αυτισμού με υψηλή λειτουργικότητα, υπάρχει η αναληθής εκτίμηση ότι αυτά τα παιδιά και οι ενήλικες ζουν πιο άνετα σε σύγκριση με όσους έχουν άλλες αναπτυξιακές διαταραχές. Όμως, αυτό δεν ισχύει.
Τα παιδιά και οι ενήλικες με Άσπεργκερ αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις. Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος προέρχεται από την αμοιβαία παρερμηνεία στο πεδίο των κοινωνικών καταστάσεων και της ομιλίας. Πολύ συχνά δεν «πιάνουν» τα ανέκδοτα ή τον σαρκασμό. Μπορεί να μην «διαβάζουν» σωστά τη γλώσσα του σώματος. Εμφανίζονται χωρίς συναίσθημα ή αντίδραση.
Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι με Άσπεργκερ μπορεί να εμφανίσουν έντονη απομόνωση, να νιώθουν ότι δεν ταιριάζουν. Οι συνομήλικοι μπορεί να τους θεωρούν περίεργους ή ακόμα και αγενείς. Γι’ αυτό και είναι πιο ευάλωτοι στο άγχος και στην κατάθλιψη, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις προκαλεί άγχος και εκρηκτικότητα.