Σίγουρα αν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα πρέπει να χορηγηθεί και η κατάλληλη αγωγή, αλλά είναι ένα ζήτημα το οποίο χρήζει μεγάλης συνέπειας, προσοχής και παρακολούθησης.
«Οι μητέρες με τα σοβαρότερα συμπτώματα είναι πιθανότερο να λαμβάνουν αγωγή και κατά την κύηση. Επίσης, η απόφαση διακοπής ή συνέχισης της αντικαταθλιπτικής αγωγής στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να γίνεται με κοινή απόφαση ασθενούς-γιατρού. Οι μονομερείς αποφάσεις μπορεί να προκαλέσουν περισσότερα προβλήματα στη μητέρα και το κυοφορούμενο έμβρυο».
Σύμφωνα λοιπόν με νέα μελέτη, τα παιδιά των οποίων οι μητέρες έλαβαν αντικαταθλιπτική αγωγή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης ψυχιατρικών διαταραχών.
Δανοί επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Αάρχους αξιολόγησαν στοιχεία για περισσότερα από 905.000 παιδιά που είχαν γεννηθεί στη Δανία την περίοδο 1998-2012. Τα παιδιά είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση για έως 16,5 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων 32.400 παιδιά διαγνώστηκαν με ψυχιατρική διαταραχή.
Ο 15ετής κίνδυνος ψυχιατρικής διαταραχής ήταν 8% μεταξύ των παιδιών των οποίων οι μητέρες δεν είχαν πάρει αντικαταθλιπτικά κατά την κύηση. Όσων παιδιών οι μητέρες είχαν πάρει πριν την κύηση ο κίνδυνος ήταν 11,5%. Και ο κίνδυνος έφτανε στο 14,5% για τους απογόνους γυναικών που είχαν πάρει πριν και κατά τη διάρκεια της κύησης ή που ξεκίνησαν τη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά ενώ ήταν έγκυοι.
Οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι πρόκειται για μελέτη παρατήρησης και η σχέση που εντοπίστηκε μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες, όπως η σοβαρότητα της ψυχικής πάθησης της μητέρας σε συνδυασμό με την ενδομήτρια έκθεση στα αντικαταθλιπτικά.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο The BMJ.