Νέα σουηδική επιστημονική έρευνα ρίχνει άπλετο φως σε άτομα που πάσχουν από διαταραχές μετατραυματικού στρες και άλλες ψυχικές διαταραχές.
Η συγκεκεριμένη κατηγορία ατόμων κινδυνεύει περισσότερο να εκδηλώσει κάποιο αυτοάνοσο νόσημα.
Ειδικότερα υπάρχει 46% πιθανότητα εμφάνισης κάποιας αυτοάνοσης νόσου, σε σχέση με άτομα που δεν έχουν κάποια αγχωτική διαταραχή.
Όταν πάντως οι ασθενείς με μετατραυματικό στρες έπαιρναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα (SSRIs) κατά το πρώτο έτος μετά τη διάγνωσή τους, ο κίνδυνος εκδήλωσης αυτοάνοσου νοσήματος ήταν μικρότερος.
Ο κίνδυνος για αυτοάνοσο νόσημα ήταν κατά μέσο όρο κατά 36% αυξημένος για όποιον είχε διαγνωσθεί με οποιαδήποτε διαταραχή του στρες. Υπολογίσθηκε ότι περίπου ένας άνθρωπος στους 100 που έχει διαγνωσθεί με διαταραχή του στρες, αναπτύσσει κάθε χρόνο κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, έναντι ποσοστού 0,6% στο γενικό πληθυσμό.
Σοβαρό στρες μπορεί να προέλθει από την απώλεια ενός συγγενικού ή αγαπημένου προσώπου, από τη βίωση μιας φυσικής καταστροφής, την έκθεση σε προσωπική βία κ.ά. Ενώ αρκετοί άνθρωποι ανακάμπτουν σταδιακά μετά από τέτοια περιστατικά, άλλοι εκδηλώνουν ψυχικές διαταραχές, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο για κάποια αυτοάνοση νόσο. Στις νόσους αυτές το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο ίδιο το σώμα του ασθενούς, προκαλώντας παθήσεις όπως ο ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η πολλαπλή σκλήρυνση, η ελκώδης κολίτιδα, ο διαβήτης τύπου 1 κ.ά.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι το στρες αυξάνει αναλογικά περισσότερο τον κίνδυνο για ενδοκρινολογικά αυτοάνοσα προβλήματα όπως ο διαβήτης, ενώ ο κίνδυνος είναι τόσο μεγαλύτερος σε όσο νεότερη ηλικία γίνεται η διάγνωση της διαταραχής του στρες.